δινωτός

δινωτός
δινωτός, -ή, -όν (Α) [δίνος]
1. ο στρογγυλεμένος με τόρνο, ο τορνευμένος
2. σκεπασμένος γύρω γύρω
3. περιστροφικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δίνος, εφόσον το ρ. δινώ (-όω), του οποίου παράγωγο θα μπορούσε να ήταν, παραδίδεται μεταγενεστέρως. Η λ. δινωτός συνδέθηκε με μυκηναϊκούς τ. qeqinomeno, qeqinoto, που όμως δημιουργούν προβλήματα και φωνολογικά και σημασιολογικά (αναφέρονται στην κατεργασία τού ελεφαντόδοντου) λόγω τού αρχικού χειλοϋπερωικού συμφώνου (πρβλ. και βινέω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δινωτός — δῑνωτός , δινωτός turned masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτόν — δῑνωτόν , δινωτός turned masc acc sg δῑνωτόν , δινωτός turned neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖο — δῑνωτοῖο , δινωτός turned masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖς — δῑνωτοῖς , δινωτός turned masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖσι — δῑνωτοῖσι , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῖσιν — δῑνωτοῖσιν , δινωτός turned masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτοῦ — δῑνωτοῦ , δινωτός turned masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτούς — δῑνωτούς , δινωτός turned masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτῇ — δῑνωτῇ , δινωτός turned fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δινωτή — δῑνωτή , δινωτός turned fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”